- Πελεθρονιάς
- Πελεθρονιάς, άδος, ἡ,A = κενταύρειον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.3.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Πελεθρονιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεθρονιάς — άδος, ἡ, Α το φυτό κενταύρειον το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεθρον + κατάλ. ιάς (πρβλ. περδικ ιάς)] … Dictionary of Greek